κρυστάλλι

κρυστάλλι
το (Α κρυστάλλιον)
κρύσταλλο
νεοελλ.
κρυστάλλινο αγγείο
μσν.
πάγος
αρχ.
το φυτό ψύλλιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυστάλλιον < κρύσταλλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κρουστάλλι — το 1. κρύσταλλο 2. ποτήρι κατασκευασμένο από κρύσταλλο 3. (για τρεχούμενο νερό) διαυγές, καθαρό και δροσερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυστάλλι, με τροπή τού υ σε ου ] …   Dictionary of Greek

  • κρυστάλλιον — κρυστάλλιον, τὸ (Α) βλ. κρυστάλλι …   Dictionary of Greek

  • κρύσταλλος — ο, η (AM κρύσταλλος, ὁ) 1. κάθε στερεό υλικό τού οποίου τα άτομα είναι διατεταγμένα με καθορισμένο τρόπο και το οποίο παρουσιάζει κανονικότητα στην εξωτερική του επιφάνεια ως αντανάκλαση τής εσωτερικής του συμμετρίας 2. διαφανής και καθαρός πάγος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”